- ανοιχτόχρωμος
- -η, -οαυτός που έχει ανοιχτά, απαλά χρώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανοιχτός + -χρωμος < χρώμα. Η λ. ανοικτόχρωμος μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανοιχτόχρωμος — η, ο αυτός που έχει ανοιχτό χρώμα: Πολύ ανοιχτόχρωμο το σακάκι σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκπλυτος — ἔκπλυτος, ον (Α) 1. αυτός που ξεβάφει με το πλύσιμο 2. ξεθωριασμένος, ανοιχτόχρωμος 3. φθαρτός 4. ο ηθικά εξαγνισμένος 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔκπλυτον είδος τού φυτού νάρδος … Dictionary of Greek
ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… … Dictionary of Greek
λευκοκρατικός — ή, ό (πετρογρ.) 1. (για πέτρωμα) ανοιχτόχρωμος 2. φρ. «λευκοκρατικό πέτρωμα» εκρηξιγενές πέτρωμα που αποτελείται σε ποσοστό μεγαλύτερο τού 50% από ανοιχτόχρωμα ορυκτά, όπως είναι οι άστριοι κ.ά., αλλ. φελσικό πέτρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ.,… … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
πετροσπουργίτης — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους Petronia petronia, ανοιχτόχρωμος, κοντόχοντρος σπουργίτης με κοντή ουρά και ραβδωτό στέμμα … Dictionary of Greek
φαιός — ά, ό / φαιός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ή Ν 1. (ιδίως για το χρώμα τού λυκαυγούς ή τού λυκόφωτος) αυτός που έχει χρώμα μεταξύ λευκού και μαύρου, σκούρος, μουντός 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Φαιά μυθ. αγριόχοιρος που λυμαινόταν την περιοχή τού… … Dictionary of Greek
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek
γνεύσιοι — Σχιστώδη μεταμορφωμένα πετρώματα, με ορυκτολογική σύσταση ανάλογη με αυτή των γραφιτών. Προέρχονται από τη μεταμόρφωση είτε πυριγενών πετρωμάτων (ορθογνεύσιοι) είτε ιζηματογενών (παραγνεύσιοι), που είναι όμοιοι και των οποίων η προέλευση… … Dictionary of Greek